- πριόνι
- Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ στις άλλες πάντα με κινητήρα. Συνηθέστερα είναι τα π. για ξύλο (ξυλοπρίονα), σε ποικίλα σχήματα και για διάφορες χρήσεις.
Για την κοπή των μετάλλων, τα χειροκίνητα π. έχουν μικρότερες διαστάσεις από τα ξυλοπρίονα, οξεία οδόντωση και ονομάζονται γενικά σέγες. Στην πριονοκορδέλα που κινείται με κινητήρα, το έλασμα είναι ευλύγιστο, ώστε να κινείται στις τροχαλίες, και έχει αιχμηρή οδόντωση. Με το κυκλικό ή σε δίσκο έλασμα μπορεί να κόβονται μέταλλα ή ξύλα· τα κατάλληλα για ξύλο έχουν οδόντωση από ταχυχάλυβα με βάση από μαλακό σίδερο, τοποθετημένη σε δίσκο· το σχήμα της οδόντωσης είναι μελετημένο με ακρίβεια για vα αποφευχθεί η θραύση τους από τα μικρά κομμάτια που μένουν ανάμεσα στα δόντια.
Ένας ιδιαίτερος τύπος δισκοπρίονων, που χρησιμοποιούνται κυρίως για την κοπή σκληρού χάλυβα, είναι ο δίσκος με κόκκους, στον οποίο η οδόντωση υποκαθίσταται από μία απλή επίστρωση κόκκων, πάχους ενός ή δύο χλστ. · ο δίσκος, από μαλακό χάλυβα, περιστρέφεται με υψηλή ταχύτητα και, όπως σπρώχνεται προς το τεμάχιο, η αναπτυσσόμενη υψηλή τριβή προκαλεί την ταχεία τήξη και το κόψιμο του μετάλλου.
Χειρουργικό πριόνι του 16ου αι.
Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται τα χειροπρίονα έχουν διάφορα σχήματα.
Πριονοκορδέλα για ξύλα: χρησιμοποιείται πολύ στην ξυλουργική, γιατί μπορεί να εκτελέσει σε λίγο χρόνο πολλές εργασίες με ελάχιστες απώλειες ξύλου και με μικρή κατανάλωση κινητήριας ενέργειας.
Οδοντωτό δισκοπρίονο για μέταλλα: αποτελείται από ένα χαλύβδινο δίσκο, ο οποίος περιστρέφεται με υψηλή ταχύτητα. Σε πριόνια μεγάλης δύναμης ο δίσκος, στη διάρκεια της εργασίας, ψύχεται με πίδακες νερού ή με αέρα.
* * *το / πριόνιον, ΝΑ [πρίων, -ονος](ως υποκορ. τού πρίων) πριονάκινεοελλ.1. οδοντωτή λεπίδα από χάλυβα που μπορεί να τεθεί σε παλινδρομική ή σε συνεχή κίνηση είτε με το χέρι είτε με μηχανικά μέσα και η οποία χρησιμοποιείται για την κοπή διαφόρων σκληρών κυρίως υλικών, λ.χ. ξύλων, λίθων, μετάλλων αλλά και πλαστικών υλικών, ακόμη και υφασμάτων2. οδοντικό εργαλείο συνιστάμενο από αρθρωμένα τεμάχια το οποίο λειτουργεί όπως το παραπάνω3. συνεκδ. πριονιστήριο4. φρ. «μηχανικό πριόνι» — μηχανή κοπής ξύλων κινούμενη με ηλεκτρική ενέργεια ή με κινητήρα εσωτερικής καύσης ή, παλαιότερα, με υδραυλική ενέργεια, η οποία χρησιμοποιεί ως κοπτικό μέσο περιστρεφόμενο δίσκο με οδόντωση ή πριονοκορδέλα ή κάθετα και παλινδρομικά κινούμενο οδοντωτό έλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.